- ἀργυροτοίχου
- ἀργυρότοιχοςwith silver sidesmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αργυρότοιχος — ἀργυρότοιχος, ον (Α) αυτός που έχει επάργυρα τοιχώματα («ἀργυροτοίχου δροίτης» αποδίδεται στη μπανιέρα με τα επάργυρα τοιχώματα μέσα στην οποία δολοφονήθηκε ο Αγαμέμνων, Αισχ.) … Dictionary of Greek